- στρόφιγξ
- (-ιγγος) ο , η1) петля (дверная); 2) кран (водопроводный)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρόφιγξ — pivot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφίγγων — στρόφιγξ pivot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγα — στρόφιγξ pivot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγας — στρόφιγξ pivot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγες — στρόφιγξ pivot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγι — στρόφιγξ pivot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγος — στρόφιγξ pivot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγξι — στρόφιγξ pivot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγξιν — στρόφιγξ pivot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται … Dictionary of Greek
δακτυλιωτός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους ή έχει κατασκευαστεί σε σχήμα δακτυλίου 2. ζωολ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.). δακτυλιωτοί ερπετά τών οποίων το σώμα διαιρείται σε δακτυλίους 3. βοτ. «δακτυλιωτά αγγεία» δακτυλιογλυφή αγγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek